Γαλλικά » Γερμανικά

musclé(e) [myskle] ΕΠΊΘ

1. musclé (athlétique):

musclé(e)
musclé(e)

3. musclé (vif):

4. musclé γαλλ αργκό (compliqué):

Παραδειγματικές φράσεις με musclées

des négociations musclées

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina