Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: atteint και restreint

I . restreint(e) [ʀɛstʀɛ͂, ɛ͂t] ΡΉΜΑ

restreint part passé de restreindre

Βλέπε και: restreindre

atteint(e) [atɛ͂, ɛ͂t] ΕΠΊΘ

2. atteint οικ (fou):

atteint(e)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina