Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: apprentissage , réapprentissage και apprenti

apprenti(e) [apʀɑ͂ti] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

1. apprenti (élève):

Auszubildende(r) θηλ(αρσ)
Lehrling αρσ απαρχ
Lehrjunge αρσ /-mädchen ουδ απαρχ
Auszubildende(r) im Bäckerhandwerk θηλ(αρσ)
Bäckerlehrling αρσ απαρχ

2. apprenti (débutant):

Anfänger(in) αρσ (θηλ)

ιδιωτισμοί:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina