Γαλλικά » Γερμανικά

abusé(e) Adj

abusé(e) femme, enfant

I . abuser [abyze] ΡΉΜΑ αμετάβ

4. abuser (violer):

II . abuser [abyze] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

III . abuser [abyze] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με abusé

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina