Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: charcuter , chapeauter , chahuter και sursauter

charcuter [ʃaʀkyte] ΡΉΜΑ μεταβ μειωτ οικ (mal opérer)

II . chahuter [ʃayte] ΡΉΜΑ μεταβ

1. chahuter (bousculer par plaisir):

herumschubsen οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina