Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: privilège , privilégié και privilégier

privilège [pʀivilɛʒ] ΟΥΣ αρσ

1. privilège (avantage):

Privileg ουδ
Vorzug αρσ

II . privilège [pʀivilɛʒ] ΝΟΜ

I . privilégié(e) [pʀivileʒje] ΕΠΊΘ

2. privilégié ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

Vorzugsaktie θηλ

II . privilégié(e) [pʀivileʒje] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Privilegierte(r) θηλ(αρσ)
privilégié(e) ΝΟΜ
Bevorrechtigte(r) θηλ(αρσ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina