I.croisé (croisée) [kʀwɑze] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
croisé → croiser
II.croisé (croisée) [kʀwɑze] ΕΠΊΘ
1. croisé (se chevauchant):
2. croisé (métissé):
3. croisé ΜΌΔΑ:
- crossover προσδιορ
4. croisé (réciproque):
- cross προσδιορ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.