levelled στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για levelled στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

5. level (equal plane):

at waist-, knee-level

6. level (degree):

livello αρσ
tasso αρσ
livello αρσ
ammontare αρσ
grado αρσ
livello αρσ

V.level <forma in -ing ecc. levelling, levelled βρετ leveling, leveled αμερικ> [βρετ ˈlɛv(ə)l, αμερικ ˈlɛvəl] ΡΉΜΑ μεταβ

levelled στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για levelled στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

levelled Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to find one's (own) level οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski