l'occasion στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για l'occasion στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. occasion:

saisir l'occasion pour faire
rater l'occasion
laisser passer l'occasion de faire
à l'occasion (si le cas se présente)
à l'occasion (parfois)
à l'occasion de
pour l'occasion
être l'occasion de qc
to give rise to sth, to occasion sth τυπικ
être l'occasion de faire
profiter de l'occasion pour faire
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για l'occasion στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
de l'occasion
vendeur/-euse αρσ/θηλ d'objets d'occasion
vendeur/-euse αρσ/θηλ de voitures d'occasion
occasion θηλ
occasion θηλ
de temps en temps, à l'occasion
à l'occasion de
occasion τυπικ
occasion θηλ
avoir l'occasion de faire
occasion θηλ
pour l'occasion

l'occasion στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για l'occasion στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για l'occasion στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
occasion θηλ
pour l'occasion
à l'occasion
occasion θηλ
saisir l'occasion de +infin
occasion θηλ

l'occasion Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

c'est l'occasion ou jamais
donner à qn l'occasion de se réjouir
de la musique qui convient à l'occasion
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski