výdělečná στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για výdělečná στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

2. private (personal, not associated with company):

personnel/-elle
personnel/-elle

výdělečná στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για výdělečná στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

Βρετανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
This was the first ever instance of a FTSE 100 company having bought by a private equity firm.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski