στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
intensivo [intenˈsivo] ΕΠΊΘ
1. intensivo allevamento, coltura, corso:
2. intensivo ΓΛΩΣΣ:
- intensivo prefisso, accento
- intensive
- cure intensive, preventive, geriatriche
-
- intensive
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.