στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. geriatric [βρετ ˌdʒɛrɪˈatrɪk, αμερικ ˌdʒɛriˈætrɪk] ΕΠΊΘ
1. geriatric ΙΑΤΡ:
- geriatric hospital, ward
-
2. geriatric οικ, μειωτ:
- geriatric
-
II. geriatric [βρετ ˌdʒɛrɪˈatrɪk, αμερικ ˌdʒɛriˈætrɪk] ΟΥΣ
2. geriatric οικ, μειωτ:
- geriatric
-
geriatric medicine ΟΥΣ U
- geriatric medicine
-
geriatric care ΟΥΣ U
- geriatric care
-
στο λεξικό PONS
geriatric [ˌdʒe·ri·ˈæ·trɪk] ΕΠΊΘ
- geriatric
- geriatrico, -a
- geriatric/psychiatric ward
-
- geriatrico (-a)
- geriatric
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- geriatric/psychiatric ward