στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
geriatrico <πλ geriatrici, geriatriche> [dʒeˈrjatriko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
geriatrico ospedale, reparto:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.