στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. infuocato [infwoˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
infuocato → infuocare
II. infuocato [infwoˈkato] ΕΠΊΘ
I. infuocare [infwoˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. infuocarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. infuocarsi (diventare rovente):
2. infuocarsi (diventare rosso):
- infuocarsi viso:
-
- infuocarsi viso:
-
3. infuocarsi (infiammarsi):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.