στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
ferroviario <πλ ferroviari, ferroviarie> [ferroˈviarjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
- ferroviario rete, trasporto
-
- ferroviario attrib.
- railway βρετ
- ferroviario attrib.
- railroad αμερικ
-
- railway βρετ
- ferroviario attrib.
- railroad αμερικ
- ferroviario attrib.
-
-
- railway βρετ
- ferroviario attrib.
- railroad αμερικ
- raccordare linee ferroviarie
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.