στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. criminale [krimiˈnale] ΕΠΊΘ
criminale atto, regime, comportamento, tendenza, metodi:
II. criminale [krimiˈnale] ΟΥΣ αρσ θηλ
-
- criminale αρσ
-
- dipartimento di investigazione criminale
-
- criminale αρσ θηλ
-
- criminale
-
- criminale αρσ θηλ
-
- criminale
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.