στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
murderous [βρετ ˈməːd(ə)rəs, αμερικ ˈmərd(ə)rəs] ΕΠΊΘ
1. murderous (deadly):
2. murderous (emphatic) οικ:
- murderous heat, conditions, pressure
-
3. murderous (dangerous):
- murderous route, conditions
-
στο λεξικό PONS
murderous [ˈmɜ:r·də·rəs] ΕΠΊΘ
1. murderous (capable of murder):
2. murderous (capable of causing death):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.