στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. appannato [appanˈnato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
appannato → appannare
II. appannato [appanˈnato] ΕΠΊΘ
I. appannare [appanˈnare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. appannare vapore, respiro:
II. appannarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. appannarsi:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.