στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. annebbiato [annebˈbjato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
annebbiato → annebbiare
II. annebbiato [annebˈbjato] ΕΠΊΘ
I. annebbiare [annebˈbjare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. annebbiare (offuscare con la nebbia):
2. annebbiare (offuscare) μτφ:
II. annebbiarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
- annebbiarsi vista, memoria:
-
- annebbiarsi sguardo, occhi:
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.