I. seguro [seˈɣuro, -a] ΕΠΊΘ, segura
II. seguro [seˈɣuro, -a] ΕΠΊΡΡ
- seguro
-
- contratante del seguro
-
-
- seguro m
-
- seguro m
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.