Oxford Spanish Dictionary
sentimental1 ΕΠΊΘ
1. sentimental (relativo a los sentimientos):
2. sentimental:
sentimental2 ΟΥΣ αρσ θηλ
consultorio sentimental ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
sentimental ΕΠΊΘ
sentimental [sen·ti·men·ˈtal] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.