inscrito (inscrita) RíoPl, inscripto (inscripta) ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
inscrito → inscribir
I. inscribir ΡΉΜΑ μεταβ
1. inscribir:
2.1. inscribir (grabar):
II. inscribirse ΡΉΜΑ vpr
1. inscribirse persona:
2. inscribirse acción/obra:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.