Oxford Spanish Dictionary
décimo1 (décima) ΕΠΊΘ
quinto2 ΟΥΣ αρσ
1.1. quinto (partitivo):
1.2. quinto (en México):
quinto1 (quinta) ΕΠΊΘ
1. quinto (ordinal):
στο λεξικό PONS
I. décimo (-a) ΕΠΊΘ
- décimo (-a)
-
II. décimo (-a) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
I. décimo (-a) [ˈde·si·mo, -a; de·θi-] ΕΠΊΘ
- décimo (-a)
-
II. décimo (-a) [ˈde·si·mo, -a; de·θi-] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.