Oxford Spanish Dictionary
cuello ortopédico ΟΥΣ αρσ
- collar ΙΑΤΡ
-
ortopédico1 (ortopédica) ΕΠΊΘ
ortopédico2 (ortopédica) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- ortopédico (ortopédica)
- orthopedist αμερικ
- ortopédico (ortopédica)
- orthopaedist βρετ
cuello ΟΥΣ αρσ
1.1. cuello ΑΝΑΤ:
2.1. cuello ΜΌΔΑ (pieza):
στο λεξικό PONS
I. ortopédico (-a) ΙΑΤΡ ΕΠΊΘ
II. ortopédico (-a) ΙΑΤΡ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- ortopédico (-a)
- orthopaedist βρετ
- ortopédico (-a)
- orthopedist αμερικ
cuello ΟΥΣ αρσ
1. cuello ΑΝΑΤ:
2. cuello (de una prenda):
I. ortopédico (-a) [or·to·ˈpe·di·ko, -a] ΙΑΤΡ ΕΠΊΘ
II. ortopédico (-a) [or·to·ˈpe·di·ko, -a] ΙΑΤΡ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- ortopédico (-a)
-
cuello [ˈkwe·jo, -ʎo] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.