

- orthopedic surgeon
- ortopedista αρσ θηλ
- orthopedic surgeon
-


- traumatólogo (traumatóloga)
- orthopedic surgeon αμερικ
- traumatólogo (traumatóloga)
-
-
- (orthopedic) corset αμερικ
- ortopédico (ortopédica)
- orthopedic αμερικ
- ortopédico (ortopédica)
- orthopaedic βρετ
-
- orthopedic department αμερικ






- orthopedic
- ortopédico, -a


- ortopédico (-a)
- orthopedic
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.