Oxford Spanish Dictionary
boquiabierto (boquiabierta) ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
boquiabierto (-a) ΕΠΊΘ
1. boquiabierto (con la boca abierta):
- boquiabierto (-a)
-
2. boquiabierto (admirado):
- boquiabierto (-a)
-
boquiabierto (-a) [bo·kja·ˈβjer·to, -a] ΕΠΊΘ
- boquiabierto (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.