Oxford Spanish Dictionary
estupefacto (estupefacta) ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
estupefacto (-a) ΕΠΊΘ
1. estupefacto (atónito):
- estupefacto (-a)
-
2. estupefacto (espantado):
- estupefacto (-a)
-
estupefacto (-a) [es·tu·pe·ˈfak·to, -a] ΕΠΊΘ
1. estupefacto (atónito):
- estupefacto (-a)
-
2. estupefacto (espantado):
- estupefacto (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.