Oxford Spanish Dictionary
asqueroso1 (asquerosa) ΕΠΊΘ
1.2. asqueroso olor/comida/costumbre:
asqueroso2 (asquerosa) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
asqueroso (-a) ΕΠΊΘ
- asqueroso (-a)
-
asqueroso (-a) [as·ke·ˈro·so, -a] ΕΠΊΘ
- asqueroso (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.