Oxford Spanish Dictionary
grisly <grislier grisliest> [αμερικ ˈɡrɪzli, βρετ ˈɡrɪzli] ΕΠΊΘ
-  grisly
-  
-  grisly
-  
στο λεξικό PONS
grisly <-ier, -iest> [ˈgrɪzli] ΕΠΊΘ (repellant)
-  grisly
-  
grisly <-ier, -iest> [ˈgrɪz·li] ΕΠΊΘ (repellant)
-  grisly murder
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
