Oxford Spanish Dictionary
slimy <slimier slimiest> [αμερικ ˈslaɪmi, βρετ ˈslʌɪmi] ΕΠΊΘ
1. slimy (slippery):
- slimy substance/surface
-
2. slimy person/manner/compliment:
στο λεξικό PONS
- baboso (-a)
- slimy
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.