I. amanecer1 ΡΉΜΑ απρόσ ρήμα
II. amanecer1 ΡΉΜΑ αμετάβ + συμπλήρ
1. amanecer persona:
| - | amanece |
|---|
| - | amanecía |
|---|
| - | amaneció |
|---|
| - | amanecerá |
|---|
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.