tat [taːt]
tat απλ παρελθ von tun
I. tun <tut, tat, getan> [tuːn] VERB μεταβ
1. tun (machen):
3. tun οικ (funktionieren):
III. tun <tut, tat, getan> [tuːn] VERB αμετάβ
1. tun (sich geben):
2. tun (beschäftigt sein):
Tat <-, -en> [taːt] SUBST θηλ
1. Tat:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.