gerngesehenπαλαιότ
gerngesehen → gern[e] 1
gern[e] <lieber, am liebsten> ΕΠΊΡΡ
1. gern[e] (mit Freuden):
2. gern[e] (ohne weiteres):
3. gern[e] (gewöhnlich, oft):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.