bewußt|machenπαλαιότ
bewußtmachen → bewusst II.3
I. bewusstΜΟ [bəˈvʊst], bewußtπαλαιότ ΕΠΊΘ
3. bewusst προσδιορ (überzeugt):
4. bewusst ΨΥΧ:
II. bewusstΜΟ [bəˈvʊst], bewußtπαλαιότ ΕΠΊΡΡ
1. bewusst (überlegt):
- bewusst leben, sich ernähren
-
2. bewusst (vorsätzlich):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.