I. hart <härter, härteste> [hart] ΕΠΊΘ
1. hart (nicht weich):
3. hart (unmelodisch):
- hart Klang, Ton, Akzent
-
6. hart (schockierend):
- hart Pornografie, Film
-
7. hart (abgehärtet):
- hart werden
-
9. hart (streng):
10. hart (schwer zu ertragen):
II. hart <härter, härteste> [hart] ΕΠΊΡΡ
2. hart (heftig):
4. hart (streng):
5. hart (mit Mühe):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.