cruel(le) [kʀyɛl] ΕΠΊΘ
1. cruel (méchant):
2. cruel (douloureux):
- cruel(le) destin, sort
-
- cruel(le) perte, remords, froid
-
- cruel(le) épreuve, décision
-
- cruel(le) doute
-
- cruel(le) doute
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.