un·treu [ˈʊntrɔy] ΕΠΊΘ
- untreu
-
-
- untreu
-
- untreu
- to be unfaithful [to sb]
- [jdm] untreu sein
-
- untreu
- to betray sb (be unfaithful)
- jdm untreu sein
-
- untreu
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.