στο λεξικό PONS
un·te·re, un·te·rer, un·te·res [ˈʊntərə, -tərɐ, -tərəs] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. untere (unten befindlich):
un·te·re, un·te·rer, un·te·res [ˈʊntərə, -tərɐ, -tərəs] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. untere (unten befindlich):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.