στο λεξικό PONS
Welt·markt <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ
Bau·markt <-(e)s, -märkte> ΟΥΣ αρσ
1. Baumarkt (Geschäft für Baubedarf):
2. Baumarkt (Baugewerbe):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Euro-Markt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Teilmarkt-Portefeuille ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
OTC-Markt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.