I. nach·drück·lich [ˈna:xdrʏklɪç] ΕΠΊΘ
II. nach·drück·lich [ˈna:xdrʏklɪç] ΕΠΊΡΡ
- pressing requests
-
- insistent appeals, demands
-
-
- nachdrücklich τυπικ
- to speak appealingly [about sth]
-
- stout support
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.