στο λεξικό PONS
I. ma·te·ri·ell [mateˈri̯ɛl] ΕΠΊΘ
1. materiell:
2. materiell μειωτ (materialistisch):
II. ma·te·ri·ell [mateˈri̯ɛl] ΕΠΊΡΡ μειωτ (materialistisch)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
materieller Vermögenswert phrase ΛΟΓΙΣΤ
Vermögenswert ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.