I. mör·de·risch [ˈmœrdərɪʃ] ΕΠΊΘ
1. mörderisch οικ (schrecklich):
2. mörderisch οικ (gewaltig):
3. mörderisch (Morde begehend):
II. mör·de·risch [ˈmœrdərɪʃ] ΕΠΊΡΡ οικ
1. mörderisch (äußerst):
2. mörderisch (furchtbar):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.