I. jäm·mer·lich [ˈjɛmɐlɪç] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. jämmerlich (beklagenswert):
2. jämmerlich (kummervoll):
4. jämmerlich μειωτ οικ (verächtlich):
II. jäm·mer·lich [ˈjɛmɐlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. jämmerlich (elend):
2. jämmerlich οικ (erbärmlich):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.