στο λεξικό PONS
wick·ing [ˈwɪkɪŋ] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Fonds-Picking ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Stock Picking ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.