ge·schno·ben [gəˈʃno:bn̩] παρωχ
geschnoben μετ παρακειμ: schnauben
I. schnau·ben <schnaubt, schnaubte [o. απαρχ schnob], geschnaubt [o. απαρχ geschnoben]> [ˈʃnaubn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. schnau·ben <schnaubt, schnaubte [o. απαρχ schnob], geschnaubt [o. απαρχ geschnoben]> [ˈʃnaubn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.