

I. er·wei·tert ΡΉΜΑ
erweitert μετ παρακειμ und 1. pers. ενικ von erweitern
II. er·wei·tert ΕΠΊΘ
I. er·wei·tern* [ɛɐ̯ˈvaitɐn] ΡΉΜΑ μεταβ
2. erweitern (vergrößern):
3. erweitern (weiter machen):
I. er·wei·tern* [ɛɐ̯ˈvaitɐn] ΡΉΜΑ μεταβ
2. erweitern (vergrößern):
3. erweitern (weiter machen):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.