στο λεξικό PONS
Sta·chel <-s, -n> [ˈʃtaxl̩] ΟΥΣ αρσ
1. Stachel (spitzer Dorn):
2. Stachel (kleiner):
-
- Stachel-
-
- Stachel αρσ <-s, -n>
-
- Stachel αρσ <-s, -n>
- prickle of animal
- Stachel αρσ <-s, -n>
-
- Stachel αρσ <-s, -n>
- spine of a plant, fish, hedgehog
- Stachel αρσ <-s, -n>
- sting of a bee, hornet
- Stachel αρσ <-s, -n>
- sting of a remark, irony, satire
- Stachel αρσ <-s, -n>
- spike of a plant, animal
- Stachel αρσ <-s, -n>
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Stachel
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.