στο λεξικό PONS
Koch·mes·ser <-s, -> ΟΥΣ ουδ
Hoch·was·ser <-s, -> ΟΥΣ ουδ
1. Hochwasser (Flut):
2. Hochwasser (überhoher Wasserstand):
3. Hochwasser (Überschwemmung):
Hoch·was·ser·scha·den <-s, -schäden> ΟΥΣ αρσ
Hoch·was·ser·stand <-(e)s, -stände> ΟΥΣ αρσ ΜΕΤΕΩΡ
Hoch·was·ser·ge·fahr <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Hoch·was·ser·schutz <-es, ohne pl> ΟΥΣ αρσ
Hoch·was·ser·damm ΟΥΣ αρσ
Wasch·was·ser <-s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ kein πλ
Brauch·was·ser <-s> ΟΥΣ ουδ ειδικ ορολ
Bauchwassersucht ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Hochwasser ΟΥΣ ουδ ΑΣΦΆΛ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Wasserbau
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Kochplatte
- Kochpunkt
- Kochrezept
- Kochsalat
- Kochsalz
- Kochwasser
- kodderig
- koddrig
- Kode
- Kodein
- Köder