στο λεξικό PONS
I. vier·ge·schos·sig ΕΠΊΘ
II. vier·ge·schos·sig ΕΠΊΡΡ
Un·ter·ge·schoss <-es, -e> ΟΥΣ ουδ
Wurf·ge·schoss <-es, -e> ΟΥΣ ουδ
Zwi·schen·ge·schoss <-es, -e> ΟΥΣ ουδ
Dum·dum·ge·schoss [dʊmˈdʊm-] ΟΥΣ ουδ
Erd·ge·schoss <-es, -e> ΟΥΣ ουδ
Ge·schoss·bahn <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Gum·mi·ge·schoss <-es, -e> ΟΥΣ ουδ
Kel·ler·ge·schoss <-es, -e> ΟΥΣ ουδ
Obergeschoss ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Geschosswohnungsbau ΟΥΣ αρσ ΑΚΊΝ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.