sto·reyed [ˈstɔ:rid] ΕΠΊΘ αμετάβλ
storeyed → storied
sto·ried [ˈstɔ:rid] ΕΠΊΘ προσδιορ esp αμερικ λογοτεχνικό (illustrious)
-
- sagenumwoben τυπικ
-sto·reyed, esp αμερικ -sto·ried [ˈstɔ:rid] ΣΎΝΘ with numbers
-storeyed (two, three, four):
- -storeyed
-
-
- two-storeyed
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.